- πεντάδωρος
- πεντά-δωρος, ον, (A
δῶρον 11.2
) five palms long, Vitr.2.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῶρον 11.2
) five palms long, Vitr.2.3.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντάδωρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος πέντε παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. δωδεκά δωρος)] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek